- σιλλοποιός
- σιλλοποιόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιλλοποιός — ὁ, Α ο ποιητής σίλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίλλος «σκωπτικό ποίημα» + ποιός*] … Dictionary of Greek